- καμπιδούκτωρ
- καμπιδούκτωρ, -ος, ὁ (AM)(στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) στρατιωτικός βαθμοφόρος ή εκπαιδευτής, οπλοδιδάσκαλος τών στρατιωτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campidoctor «οπλοδιδάσκαλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμπιδουκτώριον — καμπιδουκτώριον, τὸ (Μ) [καμπιδούκτωρ] η σημαία τού καμπιδούκτωρος* … Dictionary of Greek